- πλανητικός
- -ή, -ό / πλανητικός, -ή, -όν ΝΑ [πλανητός]1. αυτός που περιπλανάται, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής («πλανητικά ζώα» — ζώα που μεταναστεύουν σε διάφορους τόπους και σε ακαθόριστες εποχές)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πλανήτες («πλανητικό σύστημα» — το σύνολο τών πλανητών που κινούνται γύρω από τον Ήλιο ή, κατ' επέκταση, γύρω από οποιονδήποτε αστέρα)νεοελλ.1. ανατ. χαρακτηρισμός οργάνων που βρίσκονται σε μη φυσιολογική θέση, όπως λ.χ. ο πλανητικός θυρεοειδής, ή ακολουθούν μη φυσιολογική πορεία, όπως λ.χ. τα πλανητικά αγγεία, ή νεύρα2. φρ. α) «πλανητικό νεφέλωμα»αστρον. οποιοδήποτε λαμπρό νεφέλωμα που έχει την ὁψη πλανήτη, όταν παρατηρείται με τη βοήθεια μικρού τηλεσκοπίου, αλλά στην πραγματικότητα συνίσταται από εκτεταμένα νέφη φθορίζοντος αερίου και βρίσκεται μακριά από το ηλιακό μας σύστημαβ) «πλανητικός οδοντωτός συρμός»(μηχανολ.) διάταξη οδοντωτών τροχών για τη μεταφορά ισχύος από μια περιστρεφόμενη άτρακτο σε μία ή περισσότερες άλλες, μέσω ενός ή περισσότερων μικρών οδοντωτών τροχών που εμπλέκονται στην περιφερειακή οδόντωση μεγαλύτερου τροχού γύρω από τον οποίο περιστρέφονταιαρχ.ασταθής, ευμετάβλητος («τὰ ὑγρὰ πλανητικὰ ἐστι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.